“Για ν’ αξιωθώ την αγιοσύνη που λαχτάριζα, δεν ήθελα να κάνω τίποτα που να το κάνουν οι δεσποτάδες…”
Φωτογραφίες: Εκδόσεις Καζαντζάκη
Μια μέρα σαν σήμερα, πριν 135 χρόνια, είδε το φως του κόσμου ο Νίκος Καζαντζάκης. Ήταν η 18η Φεβρουαρίου 1883, στο τουρκοκρατούμενο Μεγάλο Κάστρο, όταν ο έμπορος κρασιών Μιχάλης και η Μαρία Καζαντζάκη αποκτούσαν το πρώτο τους παιδί, που επρόκειτο να γίνει ένας από τους κορυφαίους διανοητές όλων των εποχών και ο πλέον μεταφρασμένος στο εξωτερικό Έλληνας συγγραφέας.
Ήταν Παρασκευή των ψυχών η γενέθλια μέρα του. Γεννήθηκε με μια “προφητεία”, όπως την ονόμασε ο ίδιος. Να φορέσει το ράσο και να γίνει δεσπότης!
«Είχα γεννηθεί, μαθές, Παρασκευή, στις 18 του Φλεβάρη, τη μέρα των ψυχών, κι γριά μαμή με φούχτωσε στα χέρια της, με πήγε στο φως και με κοίταξε καλά καλά, σαν να ‘βλεπε λες μυστικά σημάδια απάνω μου, με σήκωσε αψηλά κι είπε: “Ετούτο το παιδί, να μου το θυμηθείτε, μια μέρα θα γίνει δεσπότης”», γράφει ο ίδιος στην «Αναφορά στον Γκρέκο».
«Όταν αργότερα έμαθα την προφητεία ετούτη της μαμής, τόσο καλά ταίριαζε με τις πιο κρυφές λαχτάρες μου, που την πίστεψα· μια μεγάλη ευθύνη από τότε έπεσε πάνω μου και δεν ήθελα να κάνω πια τίποτα που να μην το ‘κανε ένας δεσπότης. Πολύ αργότερα, όταν είδα τι κάνουν οι δεσποτάδες, άλλαξα γνώμη· για ν’ αξιωθώ την αγιοσύνη που λαχτάριζα, δεν ήθελα να κάνω τίποτα που να το κάνουν οι δεσποτάδες».
Τη μάνα του την περιγράφει ως άγια γυναίκα, μα τον πατέρα του ως έναν βαρύ, αγέλαστο Κρητικό, που σπάνια γελούσε και σπάνια εκδήλωνε τα τρυφερά του συναισθήματα.
Τις πρώτες θύμησές του από τη ζωή, που ταυτόχρονα ήταν οι επιρροές για τις μετέπειτα αναζητήσεις του, τις περιγράφει ο ίδιος στην «Αναφορά στον Γκρέκο».
«Ό,τι έπεσε στο παιδικό μυαλό μου τυπώθηκε μέσα του τόσο βαθιά και με τόση το δέχτηκα απληστία, που δε χορταίνω, και τώρα στα γεράματα, να το ξαναφέρνω στο νου και να το ξαναζώ· θυμούμαι με άσφαλτη ακρίβεια τις ολοπρώτες μου γνωριμιές με τη θάλασσα, με τη φωτιά, με τη γυναίκα και με τις μυρωδιές του κόσμου.
Η πρώτη θύμηση της ζωής μου είναι ετούτη: σούρθηκα μπουσουλώντας στο κατώφλι· δεν μπορούσα ακόμα να σταθώ όρθιος· με λαχτάρα, με φόβο, πρόβαλα έξω στον ανοιχτό αέρα της αυλής το ανάπαλο κεφάλι. Ως τώρα κοίταζα μέσα από το τζάμι του παραθυριού, μα δεν έβλεπα· τώρα δεν κοίταξα μονάχα, είδα για πρώτη φορά τον κόσμο· όραμα καταπληκτικό! Το μικρό περιβολάκι της αυλής μού φάνταξε απέραντο· βούισμα από χιλιάδες αόρατα μελίσσια, μυρωδιά μεθυστικιά, ήλιος ζεστός, πηχτός σαν μέλι, ο αγέρας άστραφτε σαν νάταν αρματωμένος με σπαθιά, κι ανάμεσα από τα σπαθιά προχωρούσαν καταπάνω μου έντομα με πολύχρωμες ακίνητες φτερούγες, όρθια, σαν άγγελοι. Τρόμαξα, έσυρα φωνή, γέμισαν τα μάτια μου δάκρυα κι ο κόσμος αφανίστηκε.
Μιαν άλλη μέρα, θυμούμαι, ένας άντρας με αγκαθωτά γένια με πήρε στην αγκαλιά του και με κατέβασε στο λιμάνι. Όσο ζυγώναμε άκουγα ένα θεριό να βρουχιέται και ν’ αναστενάζει, σα να φοβέριζε ή σαν να ‘ταν λαβωμένο· κι εγώ φοβόμουν, τινάζουμουν μέσα στην αγκάλη του αντρός, ήθελα να φύγω και σκλήριζα σαν πουλί. Άξαφνα, δριμιά μυρωδιά από χαρούπι, κατράμι και σαπημένα κίτρα. Άνοιγαν τα σπλάχνα μου να τη δεχτούν κι έτριζαν. Ανατινάζουμουν πεταρίζοντας μέσα στα μαλλιαρά χέρια που με σήκωναν, και στο απογύρισμα ενός δρόμου, τι θεριό ήταν αυτό, τι δροσιά, τι απέραντο αναστέναγμα – αλάκερη η θάλασσα, σκούρα λουλακιά, χοχλαστική, όλο φωνές και μυρωδιές, χύθηκε μέσα μου αφρίζοντας· γκρεμίστηκαν τα μαλακά μελίγγια μου και γέμισε γέλια, αρμύρα και φόβο η κεφαλή μου.
Κι ύστερα θυμούμαι μια γυναίκα, γειτόνισσά μας, την Αννίκα· μικρομάνα, αφράτη, νιόπαντρη· μακριά ξανθά μαλλιά, μεγάλα μάτια· κι εγώ θα ’μουν ως τριών χρονών· έπαιζα το δειλινό εκείνο στην αυλή, μύριζε το περβολάκι καλοκαίρι. Η γυναίκα έσκυψε, με πήρε και με ανέβασε στην ποδιά της και με αγκάλιασε· κι εγώ έκλεισα τα μάτια, έπεσα στον ανοιχτό κόρφο της και μυρίζουμουν το σώμα της. Άρωμα ζεστό, πηχτό, ξινή μυρωδιά γάλα και ιδρώτα, άχνιζε το νιόπαντρο σώμα, κι εγώ ανάπνεα βαλαντωμένος, κρεμασμένος στον όρθιο κόρφο. Κι άξαφνα μου ’ρθε ζαλάδα. λιποθύμησα· κι η γειτόνισσα τρόμαξε, με κατέβασε και μ’ απίθωσε ανάμεσα σε δυό γλάστρες βασιλικό, κατακόκκινη. Κι από τότε πια δε με ανέβασε στην ποδιά της · με κοίταζε με τα μεγάλα μάτια της, τρυφερά πολύ, και χαμογελούσε.
Και μια νύχτα καλοκαιριάτικη καθόμουν πάλι στην αυλή μας, στο σκαμνάκι μου. Θυμούμαι, σήκωσα τα μάτια κι είδα, για πρώτη φορά, τ’ άστρα. Πετάχτηκα απάνω, φώναξα με τρόμο: ”Σπίθες! Σπίθες” Απέραντη πυρκαγιά μού φάνταξε ο ουρανός, και το μικρό κορμί μου καίγουνταν.
Τέτοια ήταν η πρώτη επαφή μου με τη γης, με τη θάλασσα, με τη γυναίκα, με τον έναστρο ουρανό. Και τώρα ακόμα, στις βαθιές στιγμές της ζωής μου, με την ίδια απαράλλαχτη λαχτάρα, σαν όταν ήμουν μωρό, ζω τα τέσσερα ετούτα φοβερά στοιχεία. Και τότε μονάχα, ακόμα και σήμερα, νιώθω πως ζω βαθιά – όσο βαθύτερα μπορούν η ψυχή μου και το κορμί μου- τα τέσσερα αυτά στοιχεία, όταν κατορθώσω να ξαναζήσω την ίδια κατάπληξη, τρομάρα και χαρά που μου ’δωκαν όταν ήμουν μωρό. Κι επειδή ήταν ετούτες οι πρώτες δυνάμες που έκαμαν συνειδητά κατοχή στην ψυχή μου, έσμιξαν και οι τέσσερις μέσα μου αξεδιάλυτα κι έγιναν ένα. Θαρρείς κι είναι το ίδιο πρόσωπο που μεταλλάζει μάσκες. Όταν κοιτάζω τον έναστρο ουρανό, πότε περβόλι μου φαίνεται ανθισμένο, πότε θάλασσα σκοτεινή κι επικίντυνη, πότε σιωπηλό, πλημμυρισμένο δάκρυα πρόσωπο.
Κι ακόμα: κάθε μου συγκίνηση, κάθε ιδέα, κι η πιο αφηρημένη, είναι καμωμένη από τα τέσσερα ετούτα πρωταρχικά συστατικά· και το πιο μεταφυσικό πρόβλημα παίρνει μέσα μου σώμα φυσικό, ζεστό, που μυρίζει θάλασσα και χώμα κι ανθρώπινο ιδρώτα. Ο Λόγος, για να με αγγίξει, πρέπει να γίνει ζεστή σάρκα. Τότε μονάχα καταλαβαίνω, όταν μπορώ να μυριστώ, να δω και ν’ αγγίξω».
Το έργο του παραμένει ζωντανό , επίκαιρο και «αγγίζει» τις ψυχές ανθρώπων από όλο τον κόσμο.
Ο κορυφαίος Κρητικός λογοτέχνης και στοχαστής, Νίκος Καζαντζάκης, έχει αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια του στο χώρο της λογοτεχνίας, της διανόησης αλλά και της πολιτικής.
Γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 18 Φεβρουαρίου 1883, στο Ηράκλειο, και ο κόσμος θρήνησε το χαμό του στις 26 Οκτωβρίου 1957.
Το φθινόπωρο του 1902, ο Καζαντζάκης πηγαίνει στην Αθήνα για σπουδές στη Νομική Σχολή. Το Δεκέμβριο του 1905, παίρνει με άριστα το δίπλωμα του διδάκτορος της Νομικής. Την ίδια χρονιά εμφανίζεται στα γράμματα με το πρώτο του μυθιστόρημα Όφις και κρίνο. Για ένα διάστημα εγκαθίσταται στην Αθήνα και συνεργάζεται ως χρονογράφος στην εφημερίδα Ακρόπολις.
Τον Οκτώβριο του 1907, φεύγει για το Παρίσι, όπου συνεχίζει τις σπουδές του στη Νομική Σχολή, ενώ συγχρόνως παρακολουθεί τις παραδόσεις του φιλοσόφου Ανρί Μπερξόν στο Collège de France.
Από τον Απρίλιο του 1910, εγκαθίσταται στην Αθήνα και λίγο αργότερα ξεκινά η συμβίωσή του με τη Γαλάτεια, με την οποία θα στεφανωθεί ενάμισυ χρόνο αργότερα.
Ο συγγραφέας δεν αποδέχεται το διορισμό του στη θέση του γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας και προσπαθεί να εξασφαλίσει ένα εισόδημα ως μεταφραστής ή επιδίδεται σε ποικίλες επιχειρήσεις. Στους Βαλκανικούς πολέμους, κατατάσσεται ως εθελοντής και υπηρετεί στο ιδιαίτερο γραφείο του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου.
Η γνωριμία του με τον Σικελιανό το 1914, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο πνευματικών αναζητήσεων. Οι δύο φίλοι μελετούν μαζί και περιηγούνται την Ελλάδα. Από το φθινόπωρο του 1917 μέχρι τον Ιανουάριο του 1919, ο Καζαντζάκης ταξιδεύει στην Ελβετία. Λίγο μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, διορίζεται γενικός διευθυντής του Υπουργείου Περιθάλψεως και εργάζεται για τον επαναπατρισμό των Ελλήνων του Καυκάσου.
Η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 εσήμανε το τέλος της υπηρεσίας του Καζαντζάκη στο Υπουργείο Περιθάλψεως. Απογοητευμένος από τις πολιτικές εξελίξεις και από τη δολοφονία του φίλου του Ίωνα Δραγούμη, ο συγγραφέας πηγαίνει για ένα μήνα στην Γερμανία (Ιανουάριος 1921).
Επιστρέφοντας, απομονώνεται στην Κηφισιά μαζί με τον φίλο του Κ. Σφακιανάκη και δουλεύει την τραγωδία Χριστός. Στη συνέχεια, ταξιδεύει στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, και όταν εξασφαλίζει συνεργασία με τον εκδότη Δ. Δημητράκο, φεύγει για τη Βιέννη. Παραμένει εκεί το καλοκαίρι, αφοσιωμένος στη συγγραφή. Η παράξενη δερματοπάθεια που εμφανίζεται στο πρόσωπό του, την οποία ο γιατρός Στέκελ (Stekel) χαρακτήρισε ως «masque de sexualité» [=μάσκα της σεξουαλικότητας], γίνεται αφορμή για να μελετήσει τις θεωρίες του Φρόυντ.
Από το φθινόπωρο του 1921, εγκαθίσταται στο Βερολίνο. Δουλεύει την Ασκητική, παρακολουθεί το συνέδριο των Αναμορφωτών της Παιδείας, γνωρίζεται με τον «πύρινο κύκλο» της Ραχήλ Λιπστάιν και περνά στον αστερισμό του Λένιν. Το καλοκαίρι του 1923, περιηγείται την Γερμανία και επισκέπτεται τη γενέτειρα του Νίτσε. Αρχές του 1924, ταξιδεύει στην Ιταλία και παραμένει στην Ασίζη μέχρι τον Απρίλιο.
Λίγο μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο Καζαντζάκης γνωρίζει την Ελένη Σαμίου, τη γυναίκα που έμελλε να τον συντροφέψει στην υπόλοιπη ζωή του. Ωστόσο, δεν θα παραμείνει για πολύ στην Αθήνα. Τον Ιούλιο του 1924, πηγαίνει στην Κρήτη και τον Αύγουστο παραθερίζει στο ερημικό ακρογιάλι του Λέντα μαζί με την Ελένη, μελετώντας Όμηρο, Γκαίτε και Αισχύλο.
Στο Ηράκλειο παραμένει έναν ολόκληρο χρόνο. Ξεκινά τη μεγαλόπνοη σύνθεση της Οδύσσειας και πιθανότατα συγγράφει το Συμπόσιον. Επιπλέον, σχεδιάζει, χωρίς επιτυχία, παράνομη πολιτική δράση, γεγονός που προκαλεί τη σύλληψη και την εικοσιτετράωρη κράτησή του στην Ασφάλεια Ηρακλείου.
Τον Ιούλιο του 1925, επιστρέφει για λίγο στην Αθήνα, αλλά δεν αργεί να φύγει ξανά για ένα ταξίδι στα νησιά του Αιγαίου. Σ’ αυτό το ταξίδι, θα ανακαλύψει στην Αίγινα τον τόπο της μελλοντικής του εγκατάστασης.
Από τον Οκτώβριο του 1925, ξεκινά για τον Καζαντζάκη μια μεγάλη περίοδος ταξιδιών σε όλο τον κόσμο. Σε κάθε ταξίδι του συλλέγει εικόνες, ιδέες και εμπειρίες, τις οποίες ενσωματώνει σε κάθε επόμενη επεξεργασία της Οδύσσειας.
Επιστρέφοντας από την Ευρώπη τον Απρίλιο του 1933, ο Καζαντζάκης πηγαίνει στην Αίγινα, τον τόπο που είχε ήδη διαλέξει για μόνιμη εγκατάσταση.
Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Καζαντζάκης παραμένει κυρίως στην Αίγινα, απομονωμένος, και στρέφεται προς τη σύνθεση μυθιστορημάτων. Το 1942, πηγαίνει στην Αθήνα, όπου συναντά το Σικελιανό μετά από είκοσι χρόνια, και ζητά από τον ομηριστή καθηγητή Ι.Θ. Κακριδή βιβλιογραφικά βοηθήματα για να μεταφράσει την Ιλιάδα.
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, επιστρέφει στην πρωτεύουσα, που συγκλονίζεται από τις εμφύλιες συγκρούσεις, και αναπτύσσει πολιτική δράση. Υποβάλλει υποψηφιότητα στην Ακαδημία Αθηνών, αλλά αποτυγχάνει για δύο ψήφους, και εκλέγεται πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Το καλοκαίρι του 1945 περιοδεύει στην Κρήτη ως μέλος της κυβερνητικής Επιτροπής Διαπιστώσεως Γερμανικών Ωμοτήτων. Το Νοέμβριο του 1945, στεφανώνεται την Ελένη Σαμίου και διορίζεται υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Σοφούλη, αλλά τρεις μήνες αργότερα παραιτείται.
Αρχές του 1946, παρακολουθεί την παράσταση του έργου του Καποδίστρια στο Βασιλικό Θέατρο και το Μάιο προτείνεται ως υποψήφιος για το βραβείο Νομπέλ μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό.
Το καλοκαίρι του 1946 ο Καζαντζάκης αναχωρεί για την Ευρώπη, οριστικά, όπως αποδεικνύεται. Διαμένει για ένα διάστημα στην Αγγλία, προσκεκλημένος του Βρετανικού Συμβουλίου, και στη συνέχεια εγκαθίσταται στο Παρίσι και διορίζεται φιλολογικός σύμβουλος στην UNESCO.
Το Μάρτιο του 1948, παραιτείται και εγκαθίσταται μόνιμα στην Αντίμπ της γαλλικής Kυανής Aκτής. Η τελευταία δεκαετία της ζωής του είναι εξίσου δημιουργική και έντονη. Έχοντας κερδίσει τη διεθνή αναγνώριση, γράφει μυθιστορήματα και θεατρικά έργα, μεταφράζει, ταξιδεύει.
Από το 1951, η υγεία του ολοένα κλονίζεται. Χάνει το δεξί του μάτι, ενώ κατά καιρούς εισάγεται στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Φράιμπουργκ για τη θεραπεία της καλοήθους λεμφοειδούς λευχαιμίας που τον ταλαιπωρεί.
Παρ’ όλα αυτά, ξεκινά να συνεργάζεται με τον Κίμωνα Φράιερ, για τη μετάφραση στης Οδύσσειάς του στα αγγλικά. Το έργο του όμως προκαλεί αντιδράσεις από εκκλησιαστικούς κύκλους, που ζητούν τη δίωξή του.
Τον Ιούνιο του 1957, ο Καζαντζάκης αφήνει την Αντίμπ και ξεκινά μαζί με την Ελένη και το ζεύγος Ευελπίδη για την Κίνα, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης. Μετά από ένα περίπου μήνα περιήγησης στη χώρα, φτάνουν αεροπορικώς στην Καντόν, και ετοιμάζουν την επιστροφή τους μέσω Ιαπωνίας.
Ο Καζαντζάκης εμβολιάζεται για ευλογιά και χολέρα, αλλά παθαίνει μόλυνση και νοσηλεύεται στο Εθνικό Νοσοκομείο της Κοπεγχάγης. Καθώς επιδεινώνεται η κατάσταση του, μεταφέρεται στην πανεπιστημιακή κλινική του Φράιμπουργκ. Παρ’ όλο που ξεπερνά τη μόλυνση, προσβάλλεται από ασιατική γρίπη και πεθαίνει στις 26 Οκτωβρίου 1957 στο Φράιμπουργκ.
Η σορός του μεταφέρεται οδικώς από το Φράιμπουργκ στην Αθήνα και αεροπορικώς στο Ηράκλειο, όπου εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα στον Άγιο Μηνά. Η κηδεία του γίνεται στις 5 Νοεμβρίου, στο κατάμεστο από κόσμο Ηράκλειο. Ενταφιάζεται στον προμαχώνα Μαρτινέγκο.
Στον τάφο του δεσπόζει ένας μεγάλος ξύλινος σταυρός από ακατέργαστους κορμούς και η επιγραφή «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος».